Η
παροικία της Βιέννης
Η
Βιέννη ήταν αξιόλογο
εμπορικό κέντρο, ιδιαίτερα κατά το
18ο και 19ο αιώνα, καθώς η επίκαιρη
θέση της μεταξύ της Κεντρικής Ευρώπης
και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
και ο Δούναβης που κυλούσε δίπλα της
τής προσκόμιζαν σημαντικά οφέλη. Τα
εμπορεύματα που προέρχονταν από την
Οθωμανική Αυτοκρατορία αποθηκεύονταν
στη Βιέννη και από εκεί αποστέλλονταν
στην υπόλοιπη Αυστρία, Γερμανία,
Βόρειο Ιταλία και Γαλλία. Επίσης,
στην αυστριακή πρωτεύουσα λάμβαναν
χώρα και δύο εμπορoπανηγύρεις κάθε
χρόνο, οι οποίες προσείλκυαν πλήθος
εμπόρων και προσέδιδαν ζωηρή εμπορική
κίνηση στην πόλη. Τέλος, η Βιέννη
διέθετε χρηματιστήριο και τράπεζα
ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα,
πράγμα που διευκόλυνε πολύ τους
εμπόρους στις συναλλαγές τους. Τα
πλεονεκτήματα αυτά, σε συνδυασμό με
τα προνόμια και τις διευκολύνσεις,
που η αψβουργική κυβέρνηση παραχωρούσε
στους Βαλκάνιους εμπόρους οδήγησαν
πλήθος Ελλήνων εμπόρων στη Βιέννη,
ήδη από το τέλος του 17ου αιώνα.
Στην
αυστριακή πρωτεύουσα έφτασαν Έλληνες
και άλλοι ορθόδοξοι οθωμανοί υπήκοοι
(Βλάχοι, Σέρβοι κ.ά.), που προέρχονταν
κυρίως από τις σημερινές βόρειες
ελληνικές περιοχές, δηλαδή την Ήπειρο
και τη Μακεδονία, ειδικότερα δε τη
Δυτική. Οι συχνότερα αναφερόμενοι
ως τόποι καταγωγής των παροίκων
αυτών είναι οι εξής: Κοζάνη, Σιάτιστα,
Σέρρες, Σέλιτσα, Βογατσικό, Καστοριά,
Κλεισούρα, Βλάστη, Σέρβια, Νάουσα,
Βέροια, Μελένικο, Μοσχόπολη, Μοναστήρι
κ.ά., καθώς και πόλεις της Μικράς
Ασίας, της Θεσσαλίας, της Θράκης,
ακόμα και των νησιών του Αρχιπελάγους.
Αποφασιστική
υπήρξε η συμβολή των Ελλήνων της
Βιέννης στην Ελληνική Επανάσταση
και ιδιαίτερα στο στάδιο της
ιδεολογικής και πρακτικής προετοιμασίας
της. Τα ελληνικά βιβλία, οι εφημερίδες,
οι ξένες μεταφράσεις, που βγήκαν από
τα ελληνικά τυπογραφεία της Βιέννης,
διοχετεύονταν και στον τουρκοκρατούμενο
ελληνικό χώρο, συμβάλλοντας στην
πνευματική αφύπνιση και ιδεολογική
εξοικείωση των υπόδουλων Ελλήνων
με τις επαναστατικές ιδέες της
εποχής. Την αυστριακή πρωτεύουσα,
όμως, επέλεξε και ο
Ρήγας Φεραίος για να εκδώσει το
επαναστατικό του υλικό, σχεδιάζοντας
τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Στο
τυπογραφείο των Μαρκίδων-Πούλιου
τύπωσε το επαναστατικό του μανιφέστο
σε 3000 αντίτυπα, τους περίφημους
Χάρτες του και τη χαλκογραφία του
Μεγάλου Αλεξάνδρου, προοριζόμενα
όλα να φτάσουν στην υπόδουλη πατρίδα.
Επίσης, στη Βιέννη στρατολόγησε, από
τους εκεί εγκατεστημένους Έλληνες,
τους πρώτους συνεργάτες του, πολλοί
από τους οποίους βρήκαν μαρτυρικό
θάνατο μαζί του (Θ. Τουρούτζιας,
Παν.και Ιωάννης Εμμανουήλ κ.ά.), ενώ
γρήγορα ο κύκλος των οπαδών του
περιέλαβε Έλληνες και από άλλες
παροικίες για τη συνέχιση και
ολοκλήρωση του έργου του.
Με
τη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας
πολλοί Έλληνες της Βιέννης μυήθηκαν
στους κόλπους της και αρκετοί
κατατάχθηκαν στον Ιερό Λόχο του
Υψηλάντη, ενώ άλλοι πήγαν
στην επαναστατημένη Ελλάδα για να
αγωνιστούν εκεί. Οι ελληνικές
κοινότητες της Βιέννης υποστήριξαν
οικονομικά την Επανάσταση στέλνοντας
χρήματα κι εφόδια, αλλά προσέφεραν
και ηθική συμπαράσταση υποδεχόμενες
και περιθάλπτοντας γυναικόπαιδα
από την επαναστατημένη Ελλάδα και
αγωνιστές από άλλες χώρες, που
χρησιμοποιούσαν τη Βιέννη ως ενδιάμεσο
σταθμό για τη μετάβασή τους στον
ελληνικό επαναστατημένο χώρο.
Αναφορικά
με τον αριθμό των Ελλήνων και Βλάχων
της Βιέννης γνωρίζουμε ότι στα 1767
κατεγράφησαν στην αυστριακή πρωτεύουσα
79 Έλληνες και Βλάχοι ορθόδοξοι
οθωμανοί υπήκοοι. Αν στον αριθμό
αυτό προστεθούν και οι γυναίκες και
τα παιδιά τους, τότε οι Έλληνες και
Βλάχοι της Βιέννης πρέπει να άγγιζαν
τους 300 στα 1767, ενώ ανήλθαν στις 4.000
στα 1814, περίοδο ακμής της ελληνικής
παροικίας.
Γιώργος Ζ. Αγαθοκλής, Διονύσης, Ελένη, Αγγελική
|